- ὀστρίτης
- ὀστρίτης [ῑ] λίθος, ὁ,A a kind of stone, Orph.L.344.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οστρίτης — ὀστρίτης, ὁ, και ὀστρῑτις, ίτιδος, ἡ (Α) είδος λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρ ειον + επίθημα ίτης (πρβλ. οστρακ ίτης)] … Dictionary of Greek
ὀστρίτης — a kind of stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρίτην — ὀστρίτης a kind of stone masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρίτῃ — ὀστρίτης a kind of stone masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)